- ὅπλισμα
- ὅπλισμα, τό, die Rüstung, die Waffen; das gerüstete Heer
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ὅπλισμα — army neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όπλισμα — το (Α ὅπλισμα) [οπλίζω] νεοελλ. στρ. περιληπτική ονομασία τών εξαρτημάτων ή τών οργάνων τα οποία χρησιμοποιούνται για τη βολή με πυροβόλα όπλα αρχ. 1. το σύνολο τών όπλων, τα όπλα, ο οπλισμός 2. εξοπλισμένος στόλος («Βοιωτῶν δ ὅπλισμα ποντίας… … Dictionary of Greek
ὁπλίσμασιν — ὅπλισμα army neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλίσματα — ὅπλισμα army neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… … Dictionary of Greek
σφενδονώ — σφενδονῶ, άω, ΝΑ, και σφεντονώ, άω, Ν, και σφενδονῶ, έω, ΜΑ [σφενδόνη] χρησιμοποιώ σφενδόνη για τη βολή λίθων ή άλλου βλήματος, χτυπώ με σφεντόνα νεοελλ. εκσφενδονίζω αρχ. κινώ κάτι σαν σφενδόνη, περιστρέφω, αιωρώ («ὅπλισμα... λαβὼν δεινῆς… … Dictionary of Greek